"Ο Δημητρός", γράφει η Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη

Ο Δημητρός έμαθε την τέχνη απ’ τον πατέρα του που ήτανε κτηνοτρόφος και πόναγε και φρόντιζε με περίσσια αγάπη  όλα τα ζωντανά του.  Σαν  μεγάλωσε κι αυτός και πήγε στο Στρατό, πήρε από κει το δίπλωμα του πεταλωτή.  Όταν γύρισε ξανά στον τόπο του, την όμορφη Ρούμελη, ασχολήθηκε μ’ αυτό που αγαπούσε πιότερο στη ζωή του, τα ζωντανά. Πετάλωνε βόδια, γαϊδούρια  κι άλογα...  Έβαζε στα ζώα, σα να  λέμε, τα παπούτσια τους.  Τα εργαλεία του, το σφυρί, την τανάλια, το σατράτσι, τα καρφιά και τα πέταλα, τα πρόσεχε σαν τα μάτια του.  Στην αρχή ακινητοποιούσε το πόδι του ζώου κι έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο. Μετά με το σατράτσι, ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού, έκοβε προσεκτικά την οπλή του ζώου από κάτω, για να μπορέσει να την ισιώσει. 

Κι ύστερα τους έπαιρνε τα μέτρα, επειδή υπήρχανε διάφορα μεγέθη.  Τα πέταλα τα έκοβε μονάχος του, όπως του είχε δείξει ο κύρης του, χρησιμοποιούσε τη  λαμαρίνα τα πρώτα χρόνια κι ύστερα το σίδερο.  Έκοβε μικρά, μεγάλα, μέτρια και τα ταίριαζε  απάνω στα ζώα. Δεν έπρεπε να είναι χοντρά αλλά δυο-τρία χιλιοστά λαμαρίνα το καθένα για να κάνει το πέταλο. Μετά το έσιαζε και το τρυπούσε. Τα καρφιά αυτά είχανε μεγάλο κεφάλι για να εξέχουνε απ’ την πατούσα του ζώου και να μη γλιστράει.  Σαν ετοίμαζε  τις τρύπες ήτανε κι έτοιμα για το πετάλωμα.  Τα βόδια επειδή ήτανε δίχαλα, μπορούσε  να τα καλουπώσει κιόλας. Τα βόδια οργώνανε τότε, γι' αυτό το λόγο τα πεταλώνανε.   Στα άλογα κάρφωνε το πέταλο στο περιόπλιο, στην οπλή από κάτω. Σαν έκοβε  και καθάριζε σχολαστικά εκείνο το σημείο, φαινότανε ένα γαϊτανάκι γύρω κι εγνώριζε καλά πως μέχρι εκεί επιτρεπότανε να βάλει καρφί.  Στα μεγάλα  ζώα έβαζε τέσσερα από τη μια μεριά και τέσσερα απ’ την άλλη, οχτώ στο σύνολο,  ενώ στα πιο μικρά άλογα έβαζε από τρία, δηλαδή έξι στο κάθε πέταλο. Από δυο χρονών και πάνω τα πεταλώνανε τα άλογα, γιατί πιο μικρά δεν είχανε ανάγκη, επειδή δεν δουλεύανε. Από τότε που τους  βάζανε σαμάρι, αρχίζανε και τα πεταλώνανε. Το πετάλωμα βοηθούσε τα ζωντανά να μην πληγώνονται τα πόδια τους στους κακοτράχαλους δρόμους και να ισσοροπούνε.   Έτσι μπορούσανε  να σηκώνουνε βάρος και να ανεβαίνουνε στα βουνά εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Δουλεύανε όλα τα ζώα τότε, μοχθούσανε κοντά στους αφέντες τους, κι  έπρεπε απάνω στο μήνα να τα φροντίζουνε και να τα πεταλανώνουνε κανονικά, επειδή τα πέταλά τους φθείρονταν συχνά. 

 Αυτά ιστορούσε εψές ο Δημητρός στον εικοσάχρονο εγγονό του, που λάτρευε τη φοράδα του παππού του και τη περιποιότανε και τη χάιδευε και της μιλούσε τρυφερά, σαν να ήτανε η φιλενάδα του.  Λίγο πριν έρθει ο παπα-Φώτης, που φώναξε η κυρά του για να τον κοινωνήσει, εζήτησε απ’ το εγγόνι του να του φέρει σιμά του όλα  τα αγαπημένα του εργαλεία. ‘’Ετούτα είναι ο θησαυρός μου, δεν έχω άλλα να σου δώσω.  Τ’ αφήνω στα χέρια σου να τα προσέχεις...’’ του ψιθύρισε με κόπο κι ύστερα έκλεισε ήσυχα τα μάτια του φχαριστημένος που τ’ άφησε κληρονομιά  σε άξια χέρια.