Γράφει η Λαογράφος Ντίνα Μήτσου - Παπαλάμπρου
Παραμύθι να αρχινήσει
Και την καλή σας συντροφιά
Να την καλησπερίσει
Κάπως έτσι ανοίγει η μαγική αυλαία των λαϊκών μας παραμυθιών, γοητεύοντας μικρούς και μεγάλους. Τα παιδιά απολαμβάνουν τα παραμύθια ώστε η ισορροπία ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό να λειτουργεί με σημαντικό τρόπο, διότι οδηγεί σε κόσμους ονειρικούς και μεταφέρει στοιχεία από τα παλιά χρόνια στα τωρινά.
Τα παραμύθια του λαού μας είναι ένας τρόπος να έρθουν τα παιδιά σε επαφή με τη μητρική τους γλώσσα, τις ρίζες τους, το λαϊκό πολιτισμό και αυτό δεν είναι υπερβολή. Κάθε δέντρο μεγαλώνει στον αέρα και στον ήλιο τρέφεται από τις ρίζες του. Τα ελληνικά παραμύθια έρχονται από εποχές περασμένες αλλά μπορούν να ταιριάξουν σε όλες τις εποχές και τις κοινωνίες. Το λεξιλόγιο του λαϊκού πολιτισμού πλουταίνει την γλώσσα και ξανοίγει το νου.
Παλιά η αφήγηση του παραμυθιού έφερνε κοντά του ανθρώπους και ζέσταινε τις καρδιές τους. Τα παιδιά κοντά στο τζάκι άκουγαν τη γιαγιά να λέει για βασιλοπούλες και βασιλόπουλα, για την σταχτοπούτα, τη χιονάτη, για τους δράκους, τον κακό τον λύκο και την πονηρή κυρά Μαριώ την αλεπού «που έχει μια συνήθεια να κυνηγάει τα παραμύθια». Είναι κληρονομιά που περνάει από τη μια γενιά στην άλλη και πρέπει να τη διατηρήσουμε με σεβασμό.
Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν, όπου το αδύνατο γίνεται δυνατό, όπου οι ήρωες προσπαθούν να πετύχουν το σκοπό, όπου τα παιδιά περνούν από την πραγματικότητα στον κόσμο της φαντασίας, της μαγείας και της περιπέτειας όπου όλα μπορούν να συμβούν, καταλήγουν στο τέλος του ταξιδιού τους, με τον ήρωα νικητή στο «… ψέματα και αλήθεια έτσι λεν τα παραμύθια» και «ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», διότι το λαϊκό παραμύθι είναι μαγικό και μπορεί να ζει σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, μπορεί να ζει όπου υπάρχουν παιδικές ψυχές.
Κλείνοντας, για να μην τα πολυλογούμε.
Γιατί και η νύχτα είναι μικρή
Και τα παιδιά νυστάζουν
Και άλλα σειόνται και άλλα ξυώνται
Και άλλα καθιστά κοιμώνται