Κόκκινη κλωστή δεμένη στους ανέμους τυλιγμένη, βάλτε αγάπη να γυρίσει η ιστορία μας να αρχίσει , Γράφει η Λαογράφος Ντίνα Μήτσου - Παπαλάμπρου

 Μέρος δεύτερο.  

 Καλή σας μέρα και ξεκινάω την ιστορία μου από κει που την άφησα. Με αναδρομές σε αλλοτινές εποχές και με την αγάπη οδηγό, θέλησα δια του μέσου που κρατάτε στα χέρια σας, να σας πάρω στο δικό μου σεργιάνι του ντόπιου τοπικού πολιτισμού άλλης εποχής. Έτσι λοιπόν, μέσα από μαντζουράνες και βασιλικούς, θυμάμαι τον παππού μου μέχρι τα εννιά σχεδόν χρόνια μου. Μετά τον έχασα από κεραυνό. Αρπάχτηκε από μια αστραπή και πέταξε ψηλά. Έτσι εγώ έχασα τον παππού μου και τον καλύτερο μου φίλο. Και ξαναγυρίζω πίσω. 

 Αφού έκανε οικογένεια και τα χρόνια περνούσαν, πάντρεψε τις δυο του κόρες στον Πειραιά και έστειλε τον πατέρα μου να σπουδάσει. Τελείωσε το σχολαρχείο και πήγε δυο τάξεις στο γυμνάσιο. Τις ελεύθερες ώρες του πήγαινε στο φαρμακείο του γαμπρού του, Διονύση Κόκοτα και τον βοηθούσε. Εκεί έμαθε τα διάφορα φάρμακα και να κάνει ενέσεις απλές, αλλά και ενδοφλέβιες, σπάνιο για ένα δεκαεπτάχρονο παιδί. 

 Πίσω στο χωριό, η γιαγιά μου Κωνσταντίνα, από την οποία πήρα και το όνομά μου, με τη μικρασιάτισσα μητέρα έφτιαχνα φαγητά με συνταγές από την Μικρά Ασία. Έφτιαχναν κουλουράκια, γλυκά του κουταλιού και μαρμελάδες, άγνωστα στο μικρό χωριό μου. Έφτιαχνα πίτες και κουλουράκια και τα μοίραζαν στα παιδιά, όπως μου έλεγε η αείμνηστη Κωνσταντίνα Φουντά – Βαγενά που ήτανε ορφανή και ότι η Μαρία Γκάγκαρη, δηλαδή η προγιαγιά μου, δεν έμοιαζε με τις άλλες γυναίκες διότι είχε άλλο πολιτισμό. Επίσης, πήγαινε με την γιαγιά μου την Κωνσταντίνα και τη νύφη της Ασήμω, τις γιορτινές μέρες και μοίραζαν στις φτωχές οικογένειες αλεύρι, τυρί και λίπος χοιρινό, για να φτιάξουνε πίτες και τυρόψωμα. 

 Έτσι, τα χρόνια περνούσαν και ο Ηλίας Παπαλάμπρος άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα ξεπουλώντας την περιουσία του, διότι αρρώστησε η γιαγιά μου την οποία δεν γνώρισα. Τότε αναγκάστηκε να σταματήσει τον πατέρα μου από τις σπουδές του και τον πήρε να τον βοηθάει στα χωράφια. Η μητέρα του, Κωνσταντίνα και γιαγιά του δεν το άντεχαν και του πήγαιναν με το δίσκο καφέ και γλυκό του κουταλιού στο χωράφι. 

 Η γιαγιά Μαρία, είχε φέρει πολύτιμα πράγματα, τα οποία μοίρασε στα δυο της παιδιά, τον Βασίλη και την Κωνσταντίνα. Από αυτά έχουμε κομμάτια τα αδέρφια μου κι εγώ, τα οποία κληρονόμησε ο πατέρας μου. Παρόλα αυτά ο παππούς δεν άφησε κανέναν πεινασμένο που χτύπαγε την πόρτα του, του έδινε από το υστέρημα του. Ο πατέρας μου υπηρέτησε στο μέτωπο και ως νοσοκόμος επειδή είχε λίγες γνώσεις από το φαρμακείο. Όταν γύρισε, παντρεύτηκε μια όμορφη κοπέλα από την Κορώνεια, προκομμένη και τέλεια νοικοκυρά. Έκαναν οικογένεια με τρία παιδιά, που μας μεγάλωσαν φτωχικά αλλά με αρχές και διδάγματα από την αγράμματη μητέρα μας.  

 Την εποχή εκείνη ο πατέρας μας ήταν πρόεδρος της κοινότητας Αλαλκομενών και Αγίου Αθανασίου. Επίσης θυμάμαι την εποχή που ήμουν 6 χρονών και ξυπνούσαν τον πατέρα μου τη νύχτα, να πάει να κάνει ένεση καμφοράς στην Βαρβάρα Β. Μερεντίτη, που έπασχε από την καρδιά της, όπως και στην Παρασκευή Στεργίου, στον Ηλία Τριανταφύλλου και άλλους που δεν θυμάμαι. Ερχόντουσαν και από τα γύρω χωρία, όπως ( Αγία Τριάδα, Άγιο Αθανάσιο, Διόνυσο – Τσαμάλι ), δεν τους έπαιρνε δραχμή και πολλούς που νύχτωναν, τους φιλοξενούσαμε. Όλοι αυτοί όμως, με τις ευχαριστίες τους, μας έφερναν ότι είχανε. Από την Αγία Τριάδα σύκα ξερά και καρύδια, από τον Διόνυσο τυρί και μυτζήθρες, όπως και από τον Άγιο Αθανάσιο και εκείνος τους  φόρτωνε κηπευτικά και φρούτα από το περιβόλι μας. 

 Από τον Άγιο Γεώργιο όταν γύριζαν από τα χωράφια εξαντλημένοι από δηλητηρίαση από τις τροφές που χάλαγαν από τη ζέστη του κάμπου, έβαζε τη μητέρα μου να βράσει νερό με αλάτι και τους το έδινε να το πιούν, προφανώς για να προκαλέσει εμετό, κάτι σαν πλύση στομάχου. Κατόπιν ήρθε ο πρώτος αγροτικός γιατρός, ο Γεώργιος Κουτσούρης με έδρα την Κορώνεια και του έδινε οδηγίες για ελαφρά περιστατικά και για πρώτες βοήθειες. Τέλος, κατέβηκε με τη μάνα μου στην Αθήνα και αξιώθηκε ν πάρει σύνταξη από την ΕΥΔΑΠ. 

 Έτσι τελείωσε το ταξίδι μου με πνευματικό μνημόσυνο στους ανθρώπους που αγάπησα και περπάτησα μαζί τους μέσα από μοσχομυρισμένους κήπους και μονοπάτια με εικονοστάσια. Τώρα ταξιδεύουν με το τρένο της μνήμης και όποτε τους καλώ, κάνουν μια στάση και τα λέμε όπως τώρα.  

Ευχαριστώ για το χρόνο σας.