Ο Δήμος Κορωνείας πριν το 1914

Γράφει η Λαογράφος Ντίνα Μήτσου - Παπαλάμπρου

Οι ιστορίες του Ελληνικού λαού που ως βρισομάνα ξεδιψάει το έθνος μας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα μας δείχνουν παραδείγματα και διδάγματα.

Μέχρι το 1912 τα χωριά του Δήμου Κορωνείας τα διοικούσαν τρείς-τέσσερις γέροντες, οι οποίοι ονομάζονταν « Γερουσία του χωριού ». 

Ο πρόεδρος της γερουσίας ονομάζονταν «πρωτόγερος». 

Τα πρόσωπα αυτά ψηφίζονταν και εκλέγονταν από το χωριό στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας με ανάταση της χειρός. 

Από το 1914 και μετά έγινε η σύσταση Δήμων και Κοινοτήτων. 

Εκτός από τους γέροντες, που αποτελούσαν το τοπικό συμβούλιο, ο Δήμαρχος διόριζε και έναν πάρεδρο που εκπροσωπούσε το Δήμαρχο. 

Ο πάρεδρος δεν ήταν μόνιμος, αλλά διοριζόταν από τον εκάστοτε Δήμαρχο. 

Η «Γερουσία» ήταν «ισόβιος» και μόνο όταν πέθαινε ένας γέροντας τον αντικαθιστούσε άλλος, τον οποίο ψήφιζαν οι κάτοικοι του χωριού.

 Η Γερουσία είχε λοιπόν σαν αρμοδιότητες τον καθορισμό του χρόνου για τη σπορά, το θερισμό, τον τρύγο, το πότισμα των αγρών, τη βοσκή των λιβαδιών. 

Επίσης καθόριζε την αμοιβή του δασκάλου για τις περιπτώσεις που δεν υπήρχε δάσκαλος διορισμένος από το κράτος. 

Ομοίως, ορισμός της αμοιβής του παπά, του αγροφύλακα και του υδρονομέα (νεροκράτη).

 Διόριζε ακόμα τους επιτρόπους της εκκλησίας και καθόριζε τον τρόπο πληρωμής (τον φόρο) για τα κοινοτικά έργα, για την εκκλησία, για το σχολείο, τα γεφύρια και τους δρόμους. 

Πολύ αργότερα καθιερώθηκαν τα κοινοτικά συμβούλια με εκλογές κάθε τετραετία.

 Οι κάτοικοι των χωριών Κορώνεια, Αγία Άννα, Αγία Τριάδα, Άγιος Γεώργιος όπως και των χωριών του Κάμπου, Αλάλκομενών, Αγίου Αθανασίου (Καραχουσεΐν), συνήθιζαν στις εργασίες να αλληλοβοήθούνται, γιατί με τον τρόπο αυτό οι εργασίες ολοκληρώνονταν γρηγορότερα και κόστιζαν λιγότερο.

 Ο τρόπος της αλληλοβοήθειας είχε ως εξής Δύο ή τρείς οικογένειες μαζί, έσπερναν, θέριζαν, τρυγούσαν και κούρευαν τα πρόβατα. 

Επίσης, όταν μια νοικοκυρά αγρότισσα δεν προλάβαινε τις δουλειές της στο σπίτι λόγω εργασίας στο χωράφι, υπήρχε η συνήθεια να παρακαλάει τη γειτόνισσά της να αναλάβει το μαγείρεμα ή την τακτοποίηση του νοικοκυριού, των παιδιών κλπ. 

Αντίστοιχα, έκανε και εκείνη το ίδιο, όποτε χρειαζόταν. 

Ακόμη, άφηναν στη γειτόνισσα και τα παιδιά, αν δεν μπορούσαν να τα πάρουν μαζί τους στο χωράφι.

 Όταν κάποιος στο χωριό έχτιζε σπίτι, βοηθούσαν όλοι στη μεταφορά των υλικών και πρόσφεραν φαγητό στους κτίστες. 

Όταν κάποιος από το χωριό πάθαινε ατύχημα, π.χ. ψόφαγε το βόδι του ή το άλογο ή προέκυπτε άλλη σοβαρή ζημιά, οι χωριανοί, με πρώτους τους γέροντες, τον παπά και το δάσκαλο έκαναν έρανο και αντικαθιστούσαν τη ζημιά.

 Είναι αυτονόητο πως υπήρχε εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων και τα σπίτια δεν κλείδωναν μέρα νύχτα.

 Σε ότι έχει να κάνει τώρα με τις κοινωνικές σχέσεις εκείνης της εποχής, στα χωριά της περιοχής μας δεν υπήρχε διάκριση κοινωνικών τάξεων κατά την εποχή στην οποία αναφερόμαστε. 

Μεταξύ των κατοίκων, όμως επικρατούσε σεβασμός και ιδιαίτερα οι νέοι σέβονταν το δάσκαλο, τον παπά, τον αστυνόμο.

 Όταν ερχόταν κάποιος ξένος στο χωριό, όλοι τον καλοδέχονταν και του πρόσφεραν καφέ στο καφενείο, γιατί συνήθως εκεί σταματούσε πρώτα ο ξένος. 

Ακολουθούσαν οι ερωτήσεις για το ποιος είναι, γιατί ήρθε στο χωριό και αν χρειαζόταν κάτι. 

Κατόπιν τον έπαιρνε ένας από τους χωριανούς στο σπίτι του και τον φιλοξενούσε.

 Εκείνη την εποχή λόγω της ελλιπής οργάνωσης των κληρονομικών θεμάτων η μοιρασιά της πατρικής περιουσίας στους κληρονόμους γινόταν με «λαχνό», ώστε να μην έχει κανένας παράπονο. 

Δύο ή τρείς γέροντες (όχι συγγενείς) πήγαιναν σ’ ένα ορισμένο μέρος και κανόνιζαν τα μερίδια σε αξία, σε έκταση, ή σε  κεφάλια ζώων, προβάτων, βοδιών και γιδιών. 

Ύστερα καλούσαν τους κληρονόμους, ετοίμαζαν τόσους λαχνούς όσα και μερίδια και ο κάθε κληρονόμος τράβαγε το λαχνό του και έπαιρνε ότι του λάχαινε.

Ύστερα για αδικήματα που έθιγαν την ηθική και την περιουσία κάποιου, επιβάλλονταν ιδιαίτερες επιπλέον ποινές, πέρα από εκείνες που προέβλεπε ο νόμος. 

Για παράδειγμα, όταν μια γυναίκα παντρεμένη απατούσε τον άντρα της, την περιφρονούσε όλο το χωριό. 

Την έβαζαν να κάτσει καβάλα σ’ ένα ζώο, ανάποδα, με το πρόσωπο της να κοιτάει τα οπίσθια του ζώου και την περιέφεραν στο χωριό. 

Οι κάτοικοι του χωριού τη μουτζώναν, την έφτυναν και έριχναν στάχτη στο πρόσωπο της. 

Στον κλέφτη έδεναν τα χέρια πίσω και του φόρτωναν στην πλάτη το κλοπιμαίο (στην περίπτωση που είχε κλέψει ζώο, του φορούσαν το δέρμα του) και τον γύριζαν στο χωριό.

 Όλα αυτά είναι η βάση, η πηγή για σύγχρονη δημιουργία, είναι η ταυτότητα μας, είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας μέσα στη ζωή.. και η ανθρωπιά σε όλο της το μεγαλείο.


Τελειώνω με δυο νοσταλγικούς στίχους


Να μουν στο σπίτι μου το πατρικό

και οι γονείς μου στο κατώφλι

να περιμένουν με τα χέρια ανοιχτά 

τον αδερφό μου απ’ το παιχνίδι για ψωμί 

την αδελφή μου μ ’ένα τσίτι θαλασσί

και να μυρίζει ο κόσμος όλος γιασεμί

Στου περιβολιού μας την πηγή

με κρυστάλλινο νερό

την Κυριακή ένα κερί στον Αι Νικόλα  

και το χωριό μου κάτω απ’ το θεό!!!


* Πηγή από τον αείμνηστο πολιτικό Γεώργιο Κατσιμπάρδη.