Γράφει ο Πρόεδρος του Μορφωτικού Συλλόγου Λεβαδείας Γιώργος Κωσταγιάννης
Η Χαιρώνεια σε πολλά ιστορικά κείμενα απαντούσε με το όνομα «Κάπερνα» ή «Κάπραινα» ή «Κατούρνα». Είναι γνωστή η μάχη της «Κάπερνας» που έγινε τον Απρίλιο του 1825.
Σχετικά με το όνομα «Κάπερνα» και από πού προήλθε αυτό, λέγεται ότι το πρόσωπο του θρυμματισμένου λέοντα του Πολυανδρίου των Θηβαίων – μας λέγει ο Λιβαδείτης ιστορικός Ευθύμιος Δάλκας – καθώς ήταν μισοχωμένο στη γη έμοιαζε με κάπρο.
Η ολοζώντανη περιγραφή της Μάχης στην Κάπερνα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αθηνών στις 17 Απριλίου 1825 με επιγραμματικό ύφος, καλοδουλεμένο –όπως μας αναφέρει στην Ανθολογία της Δημοτικής Πεζογραφίας ο αείμνηστος Γεώργιος Βαλέτας.
Και ο κριτικός των γραμμάτων την μάχη της Κάπρενας την έλαβε διηγηματικά από τον αγωνιστή του 1821 τον Στάθη Κατσικογιάννη, ο οποίος έζησε τα γεγονότα και μας διηγείται:
«Εγώ ευρισκόμουν εις Λιβανάτες, οπού είχαμε πολιορκημένους τους Τούρκους, οπού είχαν έβγει από την Εύριπο… και ιδού μας έρχεται είδησις, ότι επολεμούσαν οι εδικοί μας με τους Τούρκους, οπού ήλθαν από Ζητούνι εις τη Δαύλεια και Ιερουσαλήμ.
Λέγοντάς μας λοιπόν, ότι τους έχουν πολιορκημένος τους εδικούς μας στενά, αμέσως επήρα το σώμα μου και εξεκίνησα να πάγω προς βοήθειά τους και οπίσω έμεινε ο κουμπάρος μου στρατηγός Γριζιώτης εις την πολιορκία των από Εύριπο εχθρών, οπού είναι εις Λιβανάτες.
Ετράβηξα και ήλθα εις Κάπερνα, εις τες έξε της νυκτός, και με το να έλαβαν μεγάλο αγώνα οι στρατιώτες, ηθέλησα να σταθώ εκεί έως τα ξημερώματα δια να αναπαυθούν οι στρατιώτες και να ξημερώσει ο θεός την ημέρα δια να ιδώ πούθε κρατούν οι τούρκοι, με το να είχε παύσει ο πόλεμος της Δαύλειας, οπού είχαν κλεισμένους τους εδικούς μας…
Λοιπόν, κατά τα ξημερώματα, αιφνιδίως βλέπομε να έρχονται οι τούρκοι κατεπάνω μας με το χαλά-χαλά, με όλο το σώμα τους, ιππικό και πεζό· εκροτήθη ο πόλεμος μέσα εις το χωρίο. Εγώ βλέποντας, ότι, αν σταθούμε μέσα εις το χωρίο, πάσχομε με το να μην είναι σπίτια και ήθελε χάσω τον πόλεμο και ήθελε χαθούμε όλοι μας, ετραβήχθηκα εις το λόφο το μικρό, επάνω της Κάπερνας, οπού εδιαφεντευόμουνα ολίγο.
Εκεί πλέον εκροτήθη ο πόλεμος φρικτός, και επολεμήσαμε τόσο, οπού εκαταντήσαμε να πιασθούμε χέρια με χέρια με τους εχθρούς. Εγώ μην έχοντας αλλέως να διαφεντευθώ, έβαλα το άλογό μου εμπρός δια μετερίζι· και από τις πολλές λαβωματιές, οπού επήραν οι εδικοί μου, βλέποντας ότι ήθελαν στενευθεί πολύ από τους εχθρους (επολεμούσαν όμως με γενναιότητα και καρδία), έκρινα εύλογο να τους ριχθούμε απάνω τους, μήπως και τους ετζακίζαμε· έκρινα των αξιωματικών μου δια να τους ριχθούμε· αμέσως έδειξαν προθυμία και γενναιότητα. Τους εριχθήκαμε κατεπάνω τους και τους ετζακίσαμε εις τη φυγή, φωνάζοντας το χαλά –χαλά.
Εν ταυτ’ ήλθε προς βοήθειά μας και ο στρατηγός Γκούρας, μόνο εμείς τους είχαμε κυνηγημένους πριν έλθει η βοήθεια…
Αδελφέ! Τέτια τρομάρα τους ήλθε, οπού άλλη φορά τούτοι οι τούρκοι δεν πιστεύω να υπάγουν πλέον εις στράτευμα ελληνικό, μήτε μέσα εις τον κάμπο.
Πολλά ολίγοι Έλληνες τους εκυνηγούσαν, και έλαβαν κατατρεγμό μεγάλο από τα όπλα των Ελλήνων και τους ήλθε παράδοξο. Η φαντασία τους έπεφτε πάντα εις την ιδέα τους να μας πιάσουν ζωντανούς και δεν εστοχάζοντο, ότι τα όπλα των Ελλήνων βγάνουν φωτιές από όλα τα μέρη, διότι εμείς, πρώτα έχομε βοηθό τον Ιησού Χριστό μας και δεύτερο την ανδρεία και γενναιότητα και στοχάζονται, με το να τρώνε πιλάφι, να είναι ο πόλεμος ωσάν πιλάφι! δεν ηξεύρουν ότι είναι οι Έλληνες πυρ και σίδερο.