Κάτω από το κατώφλι της φτώχειας είναι ο μισθός για έναν στους τέσσερις εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Ο φόρος εισοδήματος αυξήθηκε 49% την τελευταία τετραετία, και το εισόδημα 14,25%
Όπως αποτυπώνεται ανάγλυφα στον σχετικο πίνακα του e-EFKA, o ένας στους τέσσερις εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα εργάζεται με μερική απασχόληση – ήτοι 644.103 σε σύνολο 2.563.180. Γι’αυτούς ο καθαρός μέσος μισθός είναι μόλις 425 ευρώ (492,97 ευρώ μικτά). Πρόκειται για ποσό που τοποθετεί τον κάτοχό του κυριολεκτικά κάτω από το κατώφλι της φτώχειας – που έχει οριστεί από την ΕΛΣΤΑΤ στα 6.030 ευρώ το χρόνο.
Μάλιστα από τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας αποτυπώνεται ότι η μερική απασχόληση στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα είναι υπερτριπλάσια της μερικής απασχόλησης που καταγράφει η Eurostat στο σύνολο των εργαζομένων (8%).
Ο μέσος μισθός, πλήρους απασχόλησης ανέρχεται στα 1027 ευρώ καθαρά (1313,87 ευρώ μικτά). Πρόκειται για ποσό που όπως έχουν αποδείξει έρευνες, ρεπορτάζ αλλά και η ίδια η εμπειρία, εξανεμίζεται πολύ πριν το τέλος του μήνα. Αυτός είναι άλλωστε και ένας από τους λόγους που το 65% των πολιτών δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα – όπως επιβεβαιώνουν διεθνείς και εγχώριοι θεσμοί υπεράνω αντιπολευτικής λογικής (ΟΟΣΑ, ΙΟΒΕ).
Ο μέσος μισθός στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα είναι μόλις 892 ευρώ καθαρά (1.108,70 ευρώ μικτά), ενώ ο μισθός των γυναικών είναι κατά μέσο όρο το 83% του μισθού των αντρών.
«Βουλγαροποίηση» του μισθού
Τα παραπάνω στοιχεία, τα οποία ανέδειξε η έρευνα του καθηγητή Αλέξη Μητρόπουλου, προέδρου της Ένωσης για την Υπεράπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους, επιβεβαιώνονται και από την τελευταία έκθεση της Εurostat. Ο μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα ανέρχεται ετησίως στις 17.000 ευρώ, και είναι μόλις το 45% του μέσου ετήσιου μισθού της ΕΕ (37.900 ευρώ) ευρώ. Ο μισθός στην Ελλάδα είναι ο τρίτος χαμηλότερο σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε απόσταση αναπνοής από την Ουγγαρία (16.900 ευρώ) και μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία (13.500 ε ετησίως).
Στην πραγματικότητα, πάντα με βάση τον e-EFKA, oι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα έχουν κατά μέσο όρο ακόμα πιο χαμηλό μισθό, μόλις 15.521 ευρώ – ακόμα πιο κοντά στη Βουλγαρία.
Φορολογική αφαίμαξη
Αν ο μισθός δεν φτάνει ούτως ή άλλως, η ακρίβεια και η φορολογία – την οποία τροφοδοτούν κατά κανόνα τα συνήθη υποζύγια, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, τον ροκανίζουν περεταίρω.
Είναι χαρακτηριστικό, επισημαίνει η έκθεση της ΕΝΥΠΕΚΚ, ότι το διάστημα 2020-2024, η ονομαστική μεταβολή του μέσου μικτού ετήσιου μισθού είναι 14,25%, ενώ ο φόρος εισοδήματος αυξήθηκε κατά 48,9%.
Αντίστοιχα, από εδώ κι εμπρός, αν θεωρήσουμε ότι ο μέσος μισθός θα αυξηθεί 15%, ο φόρος εισοδήματος αναμένεται να αυξηθεί κατά 41%.
Συνολικά, στην 8ετία 2020-2027, ο μέσος ετήσιος μισθός θα αυξηθεί κατά 32% ενώ η φορολογία εισοδήματος κατά 114%.
Όλα αυτά χωρις να υπολογίζουμε την απώλεια σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, από τον πληθωρισμό που έχει μεσολαβήσει τα προηγούμενα χρόνια, και συνεχίζει να αυξάνεται ακομα και αν ο ρυθμός του επιβραδύνεται.
Mατωμένα πλεονάσματα
Υπό αυτό το πρίσμα, το πρωτογενές πλεόνασμα μαμούθ των 13,5 δισ. το δεκάμηνο του 2024, δεν είναι ακριβώς αιτία πανηγυρισμών – τουλάχιστον για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους.
Όπως σημειώνεται στη σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομίας και οικονομικών, το πρωτογενές πλεόνασμα υπερέβη κατά πολύ τον στόχο των σχεδόν 4,7 δισ. ευρώ όσο και τα περίπου 6 δισ. του αντίστοιχου διαστήματος του 2023 – όπως προκύπτει από τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού.
Διευκρινίζεται ότι μέρος της διαφοράς προέρχεται από την είσπραξη 3,241 δις. από την νέα σύμβαση παραχώρησης της Αττικής Οδού, που ήταν να εισπραχθεί τον Δεκέμβριο.
Ακόμα και αν εξαιρεθεί αυτό το ποσό, όπως και άλλα που δεν επηρεάζουν το αποτέλεσμα σε δημοσιονομικούς όρους, το πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού για την περίοδο Ιανουαρίου- Οκτωβρίου υπερβαίνει το στόχο πάνω από 2 δισ ευρώ.
Υπερέσοδα από φόρους
Άλλη μια φορά τα έσοδα από φόρους γέμισαν τα κρατικά ταμεία και ανήλθαν σε περισσότερα από 55,3 δισ, αυξημένα κατά 5,8% ή 3 δισ. έναντι του στόχου.
Αντίστοιχα οι δαπάνες του Κρατικού προϋπολογισμού ήταν μειωμένες έναντι του στόχου κατά 4,76 δισ. – στα 59,9 δισ. Μειωμένες είναι και οι πληρωμές στο σκέλος του Τακτικού Προϋπολογισμού, κάτι όμως που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι δεν προσμετρώνται στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα οι δαπάνες για εξοπλιστικά προγράμματα – περίου 1 δισ. ευρώ.
Την εποχή των μνημονίων μια χαρακτηριστική ατάκα της αριστερής αντιπολίτευσης ήταν τα «ματωμένα πλεονάσματα». Τώρα τα πλεονάσματα έχουν γίνει «ευλογημένα» – όμως συνεχίζουν να βασίζονται στην αφαίμαξη του κόσμου της εργασίας, κάνοντας πράξη το όνειρο του νεοφιλελευθερισμού: Από τη μία υπερεκτέλεση των εισπράξεων, μέσω της υπερφορολόγησης, από την άλλη περικοπές δημόσιων δαπανών. Η συνταγή της λιτότητας, με ή χωρίς μνημόνια.