Η έκθεση των Ηνωμένων Εθνών προειδοποιεί ότι η στεγαστική κρίση μπορεί να εμποδίσει τα νοικοκυριά να καλύψουν άλλες βασικές ανάγκες, όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα Πολλά νοικοκυριά χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος σε ολόκληρη την Ευρώπη εξακολουθούν να επιβαρύνονται από την στεγαστική κρίση, προειδοποιεί η Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UNECE) σε νέα έκθεσή της.
Στεγαστικό άγχος βιώνει πάνω από το ένα τρίτο των νοικοκυριών στην Ευρώπη, που ανήκουν στο χαμηλότερο 40% της κατανομής του εισοδήματος, αποκαλύπτει η έκθεση.
«Οι στεγαστικές πολιτικές έχουν παραμεληθεί για πάρα πολύ καιρό. Δεδομένου του τεράστιου αριθμού των ανθρώπων που πλήττονται και των επιπτώσεων της αξιοπρεπούς στέγασης στην υγεία, τη μείωση της φτώχειας και την κοινωνική ένταξη, η οικονομικά προσιτή στέγαση πρέπει να τεθεί στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας», προέτρεψε η Εκτελεστική Γραμματέας της UNECE Tatiana Molcean, η οποία κάλεσε σε Υπουργική Σύνοδο για τη στέγαση το 2025.
Ενώ η σοβαρότητα των προβλημάτων οικονομικής προσιτότητας της στέγης διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών, πολλά νοικοκυριά σε ολόκληρη την περιοχή αντιμετωπίζουν δαπάνες στέγασης που υπερβαίνουν το 45% του εισοδήματός τους, πολύ πάνω από τον λεγόμενο «κανόνα του 30%», σύμφωνα με τον οποίο δεν πρέπει να δαπανάται περισσότερο από το 30% του ακαθάριστου εισοδήματος για τις συγκεκριμένες δαπάνες.
Η κρίση «χτυπάει» τους φτωχότερους
Παράλληλα, ενώ η στεγαστική κρίση επηρεάζει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στην Ευρώπη, τα φτωχότερα νοικοκυριά πλήττονται περισσότερο. Σε ορισμένες χώρες, όπως η Εσθονία, η Γαλλία, η Ισλανδία και η Ιταλία, το κόστος στέγασης φτάνει περίπου το 60-70% του εισοδήματος για τα νοικοκυριά που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Το ποσοστό αυτό φτάνει πάνω από το 80% στη Ρουμανία και την Σερβία.
Να σημειωθεί ότι το δικαίωμα σε επαρκή στέγαση είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα που αναγνωρίζεται στο διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ως μέρος του δικαιώματος σε επαρκές βιοτικό επίπεδο.
Η έκθεση, η οποία ενημερώνει για τις συζητήσεις μεταξύ των δημάρχων και των φορέων χάραξης πολιτικής στη διακυβερνητική επιτροπή της UNECE για την αστική ανάπτυξη, τη στέγαση και τη διαχείριση γης, προειδοποιεί ότι τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη αστάθεια στην ικανότητά τους να αντέξουν τα έξοδα στέγασης σε σχέση με το εισόδημά τους, γεγονός που καθιστά την προσβασιμότητα στη στέγαση πιο δύσκολη και αυξάνει την ευπάθεια.
Οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά κατοικίας, οι μετανάστες, οι νέες οικογένειες και οι νέοι γενικά, οι ηλικιωμένοι και οι μονογονεϊκές οικογένειες είναι μεταξύ των ατόμων που πλήττονται περισσότερο από τις προκλήσεις της οικονομικής προσιτότητας στέγασης.
Στις χειρότερες θέσεις η Ελλάδα στην στεγαστική κρίση
Η Εσθονία, η Ελλάδα, η Ισλανδία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο και το Ηνωμένο Βασίλειο βρέθηκαν να έχουν στεγαστικό άγχος άνω του 40%.
Μόνο 12 χώρες παρουσιάζουν επίπεδα στεγαστικού άγχους κάτω του 30% (Κύπρος, Τσεχία, Γερμανία, Κροατία, Ιρλανδία, Λιθουανία, Λετονία, Μάλτα, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβενία και Σλοβακία), γεγονός που υποδηλώνει μια σχετικά καλύτερη κατάσταση για τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα όσον αφορά την κάλυψη του κόστους στέγασης.
Υπενθυμίζοντας ότι η οικονομικά προσιτή στέγαση είναι ζωτικής σημασίας για την ευημερία της κοινωνίας, η έκθεση προειδοποιεί ότι η μη αντιμετώπιση της κατάστασης μπορεί να εμποδίσει τα νοικοκυριά να καλύψουν άλλες βασικές ανάγκες, όπως η ενέργεια και τα τρόφιμα, και να δημιουργήσει εμπόδια στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, τις μεταφορές και άλλα.
Η έλλειψη οικονομικά προσιτής στέγης ωθεί πολλούς σε υποβαθμισμένες κατοικίες, οι οποίες είναι συνήθως υπερπλήρεις και συγκεντρωμένες σε μειονεκτικές γειτονιές, διαιωνίζοντας τον κύκλο της φτώχειας. Τελικά, η έλλειψη οικονομικά προσιτής στέγασης συγκαταλέγεται στους παράγοντες που οδηγούν στην έλλειψη στέγης.
Επιπλέον, ο αντίκτυπος του κόστους στέγασης στη φτώχεια έχει ενταθεί μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του όγκου της χρηματοδότησης και τη σημαντική διαταραχή στην κατασκευή οικονομικά προσιτών κατοικιών.
Ψηλά στη λίστα της ιδιοκατοίκησης οι Έλληνες
Η υψηλή ζήτηση για κατοικία, σε συνδυασμό με τη μειωμένη χρηματοδότηση των ενυπόθηκων δανείων, έχει ωθήσει περισσότερους ανθρώπους προς την ενοικίαση, δημιουργώντας έλλειψη στην αγορά ενοικίων και ανεβάζοντας τις τιμές.
Ωστόσο, η οικονομική προσιτότητα των κατοικιών επηρεάζει τόσο τους ενοικιαστές όσο και τους ιδιοκτήτες ακινήτων. Η ιδιοκατοίκηση είναι η πιο συνηθισμένη μορφή μίσθωσης για τις 32 ευρωπαϊκές χώρες που περιλαμβάνονται στη μελέτη – σε ποσοστό 65,3%, σε σύγκριση με το 29,4% για τη μίσθωση, εκ των οποίων το 22,1% των νοικοκυριών νοικιάζει σε τιμές αγοράς και το 7,3% νοικιάζει σε μειωμένες τιμές ή μέσω δημόσιας στέγασης.
Ένα επιπλέον 5,2% των νοικοκυριών επωφελείται από στέγαση που παρέχεται δωρεάν, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει υποστήριξη από δημόσιες υπηρεσίες ή μέλη της οικογένειας.
Η δομή της μίσθωσης διαφέρει σημαντικά ανά χώρα. Στις περισσότερες χώρες το ποσοστό ιδιοκατοίκησης υπερβαίνει το 70% – συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας – ενώ μόνο στην Ελβετία και την Γερμανία το ποσοστό ενοικίασης είναι υψηλότερο από το ποσοστό ιδιοκτησίας.
Κυρίαρχες προκλήσεις και λύσεις για τη στεγαστική κρίση
Οι βασικές προκλήσεις για την οικονομική προσιτότητα της στέγασης που εντοπίστηκαν σε έρευνα της Συμβουλευτικής Ομάδας Διαχείρισης Ακινήτων – η οποία κάλυψε ευρωπαϊκές χώρες εκτός από τις ΗΠΑ και τον Καναδά – περιλαμβάνουν περιορισμένες αγορές ενοικίασης σε ορισμένες χώρες, ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης και υψηλό κόστος, με τις μεγάλες πόλεις και τις αστικές περιοχές να πλήττονται περισσότερο από την έλλειψη οικονομικής στέγης.
Κύριοι παράγοντες της μη προσιτότητας είναι η υψηλή ζήτηση, η αύξηση των τιμών, η αύξηση του εισοδήματος που υπολείπεται του πληθωρισμού και η έλλειψη στεγαστικού αποθέματος, που οδηγεί σε στρεβλώσεις της αγοράς, όπως η παράνομη κατοχή και το υψηλό κόστος μετακίνησης.
Για να βελτιωθεί η οικονομική προσιτότητα της στέγης και να διασφαλιστεί βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς στέγαση για όλους στην περιοχή, η έκθεση συνιστά στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να ενισχύσουν την παρακολούθηση και τη συλλογή δεδομένων, να μεταρρυθμίσουν τις πολιτικές και τους κανονισμούς, να αυξήσουν την οικονομική στήριξη για όσους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, να προωθήσουν τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων φορέων, να δώσουν προτεραιότητα στην ισότητα και την ένταξη και να ενσωματώσουν τη βιωσιμότητα στις λύσεις στέγασης.
Επιπλέον, θα πρέπει να εξασφαλίσουν επαρκή κατασκευή στον τομέα των οικονομικά προσιτών κατοικιών και ταυτόχρονα να αναπτύξουν υποστηρικτικές υποδομές, όπως σχολεία και μεταφορές.
Βέλτιστες πρακτικές στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ
Μάλιστα, η έκθεση των Ηνωμένων Εθνών, προκειμένου να βοηθήσει στην καθοδήγηση αυτών των προσπαθειών, επισημαίνει μια σειρά από βέλτιστες πρακτικές.
Για παράδειγμα, η πόλη της Βιέννης στην Αυστρία τροποποίησε τον οικοδομικό της κώδικα το 2018, για να συμπεριλάβει μια κατηγορία ζωνών «επιδοτούμενης κατοικίας». Σε αυτές τις ζώνες, τα δύο τρίτα της ωφέλιμης επιφάνειας των κατοικιών πρέπει να διατίθενται σε επιδοτούμενες κατοικίες.
Το πρόγραμμα εγγυήσεων για τη στέγαση στη Λετονία παρέχει εγγυήσεις που κυμαίνονται από 5-30% του ποσού του δανείου, ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών, με πρόσθετες αυξήσεις για ενεργειακά αποδοτικές κατοικίες. Να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχει στηρίξει περίπου 25.000 οικογένειες και αφορά συνολική επένδυση ύψους 1,9 δισ. ευρώ.
Στην Ποντγκόριτσα του Μαυροβουνίου, ένα πρόγραμμα που υλοποιήθηκε σε συνεργασία με την Αναπτυξιακή Τράπεζα του Συμβουλίου της Ευρώπης βοήθησε 1.500 οικογένειες να επιλύσουν στεγαστικά ζητήματα, με επιδοτήσεις στα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων.
Στην Ισπανία, η στεγαστική πολιτική είναι αρμοδιότητα των 17 αυτόνομων κοινοτήτων της. Η Χώρα των Βάσκων διατήρησε διαχρονικά μια συνεπή και κοινωνικά εστιασμένη πολιτική, χωρίς συχνές νομοθετικές αλλαγές. Σε τοπικό επίπεδο, αξιοσημείωτα παραδείγματα περιλαμβάνουν πρωτοβουλίες στη Σαραγόσα.
Στις ΗΠΑ, τέλος, οι ομοσπονδιακές φορολογικές πιστώσεις παρέχονται σε κατασκευαστές προσιτών ενοικιαζομένων κατοικιών που εξασφαλίζουν προσιτότητα για τουλάχιστον 15 χρόνια και περιορίζονται σε οικογένειες που κερδίζουν λιγότερο από το 60% του μέσου εισοδήματος.